- σπιτίσιος, -ια, -ιο
- 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι: Είχα καιρό να φάω σπιτίσιο φαγητό.2. «άνθρωπος σπιτίσιος», αυτός που μένει πολύ στο σπίτι του και αποφεύγει να βγαίνει συχνά έξω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.