σπιτίσιος, -ια, -ιο

σπιτίσιος, -ια, -ιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι: Είχα καιρό να φάω σπιτίσιο φαγητό.
2. «άνθρωπος σπιτίσιος», αυτός που μένει πολύ στο σπίτι του και αποφεύγει να βγαίνει συχνά έξω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οικιακός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία, ο σπιτίσιος, ο σπιτικός: Ζητείται οικιακή βοηθός, υπηρέτρια. 2. ως ουσ., οικιακά, τα οι δουλειές του σπιτιού: Επάγγελμα οικιακά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικόσιτος — η, ο 1. για άνθρωπο, ο οικότροφος. 2. για ζώα, οικοδίαιτος (βλ. λ.), οικιακός, σπιτίσιος, κατοικίδιος: Οικόσιτη κτηνοτροφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπιτικός — ή, ό σπιτίσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”